-
1 περισσός
περισσός, [dialect] Att. [full] περιττός, ή, όν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)A beyond the regular number or size, prodigious, (never in Hom.);μος Trag.Adesp.458.3
; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.( PLG2.327);π. λόγος S.OT 841
; (lyr.); (lyr.);βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51
;οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp. 437
;περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5
;τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77
; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ;π. καὶ θαυμαστά Arist.EN 1141b6
; πρᾶξις π. Id.Pol. 1312a27 ;οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph. 1053b3
; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47;περιττοτάτη φύσις Arist.HA 531a9
; συνανθρωπίζον.. πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol. 1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr. 409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate,π. καὶ πεποιημένος Id.3.4
; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning,π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948
;τοὺς.. π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr. 788
; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph. 983a2 ;π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA 760a4
: freq. with the manner added,π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr. 953a10
; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol. 1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA 622b6;κάλλει Plu.Demetr.2
;ἐν ἅπασι Id.Dem. 3
;τὴν ὥραν Alciphr.1.12
: c. inf., D.H.Comp.18.4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in.., S.El. 155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); one greater than..,Ev.Matt.11.9
.II more than sufficient, superfluous,αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6
; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν.. περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα .. Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21;τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19
: freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU 326ii9 (ii A.D.).2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr. 385, cf. S.Ant. 780;π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj. 758
;βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr. 945
; (lyr.);τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82
; ;π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med. 819
;π. φωνῶν Id.Supp. 459
.3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr. 617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr. 924 (anap.);ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R. 407b
; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone,οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax. 365c
, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d;περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7
; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.4 of persons, over-wise, over-curious,περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp. 445
, cf.Ba. 429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers,π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119
.5 as a term of praise, subtle, acute,ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13
.III Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt. 356e, etc.;π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61
; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg. 451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.IV περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6;περισσόν Dsc.4.73
;περίσκον Orib.12.8.56
.B Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly,θεοσεβέεες π. ἐόντες Hdt.2.37
; ἐπαινέσεται π. E.Ba. 1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med. 295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44;περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14
; alsoπερισσά Pi.N.7.43
, E.Hec. 579, etc.2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ;οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7
; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA 589a31 ;κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς Plu.2.145e
; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; ; οὐδὲν π. ἢ εἰ .. no otherwise than if.., Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.II ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt. 338c, Sph. 265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg. 734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22;ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.
Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσός
См. также в других словарях:
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek